- λευκερινεώς
- λευκερινεόςwhite fig-treemasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] … Dictionary of Greek